- τηλεφωτογραφικός
- -ή, -ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεφωτογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telephotographic < τηλ(ε)-* + φωτογραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. τηλεφωτογραφικόν (μηχάνημα), μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.